Η αρχή μιας πορείας, ενός έργου είναι πάντα δύσκολη. Χρειάζεται αγώνας και δύναμη εσωτερική, πίστη και υπομονή. Πολύ περισσότερο χρειάζονται αυτά και άλλα στοιχεία, όταν κανείς βρίσκεται στον χώρο της ιεραποστολής, που είναι και άγνωστος και πολύμορφος. Από τότε που ο Θεός με αξιώνει να Τον υπηρετώ σ’ αυτή την τόσο όμορφη γη της δημιουργίας Του, δέχθηκα πλούσιες τις ευλογίες της χάρης Του και έζησα πολλές φορές στιγμές που θύμιζαν την αποστολική εποχή. […] Πολλές φορές ευρισκόμενος σε περιοχές που είναι πρωτόγονες και ο «πολιτισμός» δεν έχει ακόμα φθάσει, νομίζω ότι ζω μ’ αυτούς τους απλοϊκούς ανθρώπους που έχουν τόση αθωότητα και αγνότητα μέσα τους – εποχή ακριβώς αποστολική. Είναι γεγονός ότι οι άνθρωποι ζουν μία τελείως φυσική ζωή, χωρίς κακίες και υποψίες˙ θα έλεγα, χωρίς να το γνωρίζουν, πολύ κοντά στον Θεό.
Τις διακοπές λοιπόν των Χριστουγέννων και του Πάσχα περνούσα μαζί με μερικούς από τους ιεροσπουδαστές σε μία απομακρυσμένη περιοχή που λέγεται Λαϊκίπια. Εκεί από το πρωί μέχρι το βράδυ καθισμένοι κάτω από ένα πελώριο δένδρο κατηχούσα με την βοήθεια τριών μεταφραστών ανθρώπους κάθε ηλικίας. Ο ήλιος ήταν καυτός, γιατί εκεί ακριβώς βρισκόταν η γραμμή του Ισημερινού. Ώρες ολόκληρες λοιπόν, χωρίς να τρώμε καλά–καλά, με την πίστη στον Θεό και με την ελπίδα ότι αυτοί οι άνθρωποι θα μπορούσαν να γευτούν το λυτρωτικό μήνυμα του Ναζωραίου και να ευλογηθούν, συνεχίζαμε για πολλές μέρες και πολλές φορές την κατήχηση. Μιλούσα στα αγγλικά και μετέφραζαν στα κικούγιου, τουρκάνα και σουαχίλι. Δεν ήταν αρκετό όμως αυτό. Έπρεπε κάποτε να αρχίσουν και οι ίδιοι να ρωτούν και να απαντώ στις ερωτήσεις τους. Έμενα πάντα με το στόμα ανοικτό, όταν έβλεπα πόση ήταν η ανταπόκρισή τους και πόσο καλά γνώριζαν να σκέφτονται και να συμμετέχουν στην συζήτηση.
Ιδιαίτερα εντυπωσιακές ήταν φυσικά οι γυναίκες. Τις ώρες της ημέρας κάτω από την αραιή σκια του δένδρου και τις ώρες της νύκτας κάτω από τον ολόφωτο ουρανό συνεχίζαμε το μάθημα με μερικούς από τους κατηχουμένους, που έμεναν κοντά μας, εκεί στην καλύβα μας που δεν είχε ούτε πόρτα ούτε παράθυρο… Τι ευλογία όμως ήταν αυτή. Πόση δίψα αντίκριζαν τα μάτια μας στους ανθρώπους αυτούς που περίμεναν να φωτισθούν μετά από δύο χιλιάδες χρόνια, να ακούσουν για πρώτη φορά για την ύπαρξη του Θεού, της Εκκλησίας Του, και την διδασκαλία Του. Και όμως ο Κύριος τώρα τους αποκάλυπτε την μεγάλη Του αλήθεια, ότι ήλθε στην γη για όλους τους ανθρώπους, για τους αδικημένους, τους ταλαιπωρημένους, γι’ αυτούς που θα ήθελαν να τον δεχθούν και να τον κάνουν Σωτήρα και Βασιλιά τους.
Έβλεπα τα μάτια τους να λάμπουν από αθωότητα και καλοσύνη, έβλεπα το μαύρο χρώμα τους και σκεφτόμουν πόσο χαρούμενοι ήταν γνωρίζοντας τώρα ότι ήταν κι αυτοί παιδιά του ίδιου Θεού με μας και ότι ανήκουμε στον ίδιο Πατέρα και την ίδια Μητέρα, ήταν δημιουργήματα δικά Του, παιδιά Του, ήταν αδέλφια μας… Το χρώμα δεν είχε καμία σημασία. Περνούσαν οι μέρες, οι μήνες και μία μέρα όλοι αυτοί έπρεπε να βαφτιστούν, αφού δεχθήκανε να φορέσουν τον φωτεινό χιτώνα της χάριτος του Θεού. Ήταν πολύ συγκινητικό, όταν κάτω από το ίδιο εκείνο δένδρο μέσα σε ένα πελώριο βαρέλι έγιναν οι ομαδικές βαφτίσεις από έναν ιερέα της φυλής των Κικούγιου. Όλα έγιναν με τάξη και με το απαραίτητο ορθόδοξο τελετουργικό της Αγίας μας Εκκλησίας. Έβλεπες παιδάκια μικρά στις αγκαλιές των μανάδων τους, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, νέους, νέες κάθε ηλικίας να προσέρχονται στο βάπτισμα. Ευλογήθηκε εκείνη την μέρα όλη η περιοχή. […]
Από το πρωί μέχρι το βράδυ ο ιερέας βάφτιζε. Ήταν μία από τις καλύτερες μέρες της ζωής όλων μας. Ο Θεός ευλόγησε και ακόμα μία Εκκλησία στερεώθηκε κάπου στα βάθη της Αφρικανικής Ηπείρου. Την άλλη μέρα πρωί–πρωί ξυπνήσαμε, γιατί θα γινόταν η πρώτη Θεία Λειτουργία για τους νεοφώτιστους. Όλοι μαζεύτηκαν πάλι κάτω από το ίδιο δένδρο. Άρχισε η Λειτουργία. Όταν φτάσαμε στον Απόστολο και στο Ευαγγέλιο, δεν υπήρχε μετάφραση της Βίβλου στην γλώσσα της φυλής των Τουρκάνα. Η Λειτουργία τελούνταν στα κικούγιου και στα σουαχίλι. Έπρεπε πάλι να γίνει, για να ακουστεί ο λόγος του Θεού στην γλώσσα της φυλής των Τουρκάνα, στην οποία ανήκαν οι περισσότεροι που δέχθηκαν το βάπτισμα.
Ένας νέος τυφλός, που μετέφραζε όλο τον καιρό, πήρε την φώτιση από τον Κύριο. Κάποιος διάβαζε στα σουαχίλι κι εκείνος μετέφραζε στην γλώσσα των Τουρκάνα ταυτόχρονα. Πρώτα διαβάστηκε ο Απόστολος και μετά από τον ιερέα το Ευαγγέλιο. Κι έτσι μπόρεσαν οι άνθρωποι και άκουσαν για πρώτη φορά ίσως στην ιστορία τους τον λόγο του Ευαγγελίου στην δική τους μητρική τοπική διάλεκτο… Θεέ μου, Μεγάλο ας είναι το Όνομά Σου και τρισευλογημένο… που με αξίωσες να ζήσω τέτοιες ιερές μα και ιστορικές στιγμές. Αυτές οι μέρες είναι Αναστάσιμες, γιορτινές, πλημμυρισμένες με την εύοσμο χάρη των δωρεών του Αγίου Πνεύματος. Πόσο κουρασμένες, πόσο ταλαιπωρημένες ήταν οι ψυχές αυτών των ανθρώπων, πόσο κοντά ζούσαν στην άγνοια και την πλάνη, στο σκότος και την απόγνωση. Πόσα χρόνια περίμεναν να φθάσει ο λόγος του Θεού –ο λυτρωτικός– κοντά τους, να τους γεμίσει με τις χάρες και τις δόξες του. Πόσα χρόνια, πόσα χρόνια… Χιλιάδες χρόνια.
Κι όμως δεν απελπίστηκαν. Σαν να ήξεραν ότι κάποτε θα ανοίξουν οι πόρτες του ουρανού και γι’ αυτούς και θα χυθεί πλούσιο φως πάνω τους, μέσα τους, σ’ όλο τους το είναι, σ’ όλη την φύση… […] και προ παντός στις καρδιές τους. Να τώρα που πήραν μέσα τους τον ίδιο τον Χριστό, φωτίστηκαν τα πρόσωπά τους, έλαμψαν οι καρδιές τους, λάμπρυναν τα σώματά τους, στολίστηκαν εσωτερικά και εξωτερικά, έγιναν επίγειοι μαύροι Άγγελοι με λευκές ψυχές… Τώρα πια γεύονται την χαρά της Αναστάσεώς τους και προχωρούν με τον σταυρό, που είναι ο φύλακας και η προστασία τους, για να ζήσουν ειρηνικά και τέλεια τα όσα χρόνια τους χαρίσει ο Κύριος. […]
† Ο Κένυας Μακάριος