Είχαν περάσει μήνες ξηρασίας γεμίζοντας ρωγμές, σαν ρυτίδες γερασμένου προσώπου, τους χωμάτινους δρόμους. Τα ζώα εξέρχονταν από τα δάση να βρούνε έστω και μία σταγόνα νερό, για να ξεδιψάσουν. Λίγο πιο μακριά ένα παιδί ξεκινούσε την πολύωρη οδοιπορία του… για την αναζήτηση ενός ανεκτίμητου θησαυρού. Ήταν δεν ήταν δεκαπέντε χρόνων. Όμως έπερνε άλλο μονοπάτι. Ξεχώριζε από τα υπόλοιπα παιδιά, τα οποία από νωρίς το πρωί είχαν κατακλύσει τους δρόμους πηγαίνοντας προς το σχολείο τους σκορπώντας ελπίδα με τις χαρωπές φωνές τους, σαν τις πρώτες αχτίδες του ήλιου, οι οποίες πέφτουν επάνω στα φύλλα των δένδρων ξημερώνοντας μια ακόμη ημέρα για τους ανθρώπους όλου του κόσμου.
Μα γιατί δεν πηγαίνει στο σχολείο; Γιατί δεν ακολουθεί τους συνομηλίκους του;
Αντί για σχολική τσάντα κουβαλάει έναν κουβά στο κεφάλι του. Παράξενη εικόνα. Σε τίποτα δεν θυμίζει την παιδική αθωότητα. Που να βρεθεί χρόνος για σχολικά μαθήματα; Τα ξυπόλυτα ποδαράκια του ματώνουν επάνω στο κατάξερο και σκληρό οδόστρωμα. Μα αυτό συνεχίζει απτόητο, με βλέμμα σταθερό και βιασύνη πολλή. Πρέπει να επιστρέψει γρήγορα. Το αδερφάκι του τον χρειάζεται.
Μετά από μία και πλέον ώρα περπάτημα φτάνει σε έναν ξεροπόταμο. Όμως το πρόσωπό του γεμίζει με θλίψη κι απογοήτευση… Τόσος δρόμος άδικα; Σταγόνα νερό δεν υπάρχει. Η ξηρασία, σαν λυσσασμένη πυρκαγιά, παρέσυρε στο διάβα της κάθε ίχνος ζωής. Προφανώς άλλη μια ημέρα δίχως νερό. Τι θα απογίνει όμως το μικρό αδερφάκι, το οποίο με χείλη διψασμένα περιμένει μία σταγόνα νερό;
Πλέον ως μόνη λύση απομένει η στροφή προς την Εκκλησία. Άλλωστε και μετά τον θάνατο των γονέων τους, το ιεραποστολικό κέντρο της ορθόδοξης Εκκλησίας απάλυνε τον πόνο των μικρών πληγωμένων αγγέλων. Οι μοναχές τους πρόσφεραν μια ζεστή αγκαλιά, φαγητό, ρούχα και φάρμακα από την εκεί υπάρχουσα κλινική.
Έτσι, ο μικρός ″οικογενειάρχης⁈ επιστρέφει στο σπίτι γεμάτος αγωνία για την κατάσταση του αδερφού του. Μπαίνει γρήγορα στο σπίτι σπρώχνοντας την αχυρένια πόρτα και κατευθύνεται προς το ξύλινο κρεβατάκι, το τελευταίο αντικείμενο που κατασκεύασε ο πατέρας τους λίγο πριν κλείσει τα μάτια του, αντιμέτωπος με μια από τις χιλιάδες ασθένειες της Αφρικής. Η μητέρα τους είχε χάσει τη ζωή της κατά τον τοκετό. Σύνηθες φαινόμενο για τα χωριά της Ιρίνγκα. Μια ζωή έφυγε και μια νέα ανέτειλε φέρνοντας μαζί της την ελπίδα εκεί που προηγουμένως σκόρπισε θλίψη ο θάνατος.
Με στοργή σπογγίζει το μουσκεμένο από τον ιδρώτα μέτωπο του αδερφού του. Ο πυρετός υψηλός, αλλά δεν υπάρχει θερμόμετρο. Με προσοχή τον παίρνει στην αγκαλιά του και με ένα μεγάλο πανί τον τυλίγει εμπρός στο στήθος του. Αργά το μεσημέρι έφτασε στο ιεραποστολικό κέντρο. Οι γιατροί ετοιμάζονταν να φύγουν. Ίσα που πρόλαβε τις πόρτες της κλινικής ανοιχτές. Αναζήτησε τον γιατρό που πριν πέντε μήνες έσωσε και πάλι το αδερφάκι του από την ελονοσία. Μα δεν τον βρήκε. Με λύπη έμαθε πως έφυγε από τη ζωή αντιμέτωπος με νέα νόσο, τον κορωνοϊό. Ένα δάκρυ κύλισε ευθύς στο πρόσωπό του και παρακάλεσε τον Θεό να δεχθεί στην αγκαλιά του αυτόν τον τόσο καλό άνθρωπο.
Μετά τις απαραίτητες εξετάσεις και τη χορήγηση φαρμάκων η κατάσταση του μικρού αδερφού επανήλθε. Η γεώτρηση εντός του ιεραποστολικού κέντρου ξεδίψασε τα ξεραμένα στόματά τους, αλλά τα στομαχάκια τους ήταν ακόμη άδεια. Στην άλλη άκρη της αυλής βλέπει τη μοναχή που πολλές φορές τους βοήθησε να σκαλίζει τον κήπο. Δίστασε να πλησιάσει, όμως η πολυήμερη πείνα δεν άφηνε επιπλέον περιθώρια. Προς έκπληξή του η μοναχή τον αναγνώρισε και έσπευσε να τον προϋπαντήσει με μια αγκαλιά. Αμέσως αφήνοντας την εργασία της μαγείρεψε λίγο φαγάκι και το πρόσφερε με πολύ αγάπη. Ποτέ ξανά στη ζωή του δεν είχε αντικρύσει ζεστό μαγειρεμένο φαγητό. Με ευγνωμοσύνη πήρε στα χέρια του το πιάτο και κατευθύνθηκε προς την κλινική, προκειμένου να φάει πρώτος ο αδερφός του και έπειτα αυτός. Αφού έλαβαν την απαραίτητη φαρμακευτική αγωγή και με λίγα τρόφιμα σε μια χάρτινη σακούλα πήραν το δρόμο της επιστροφής για το σπιτάκι τους.
Την επόμενη ημέρα μια γυναικεία φωνή ξύπνησε τα δύο αδέρφια. Η μοναχή από την ορθόδοξη Εκκλησία με τη βοήθεια νεαρών παιδιών μοίραζαν δέματα αγάπης με τρόφιμα, ρούχα και σχολικά είδη στο χωριό τους και κατόπιν αναζήτησης εντόπισαν στην άκρη του χωριού το σπίτι των δύο αγγέλων. Στην ερώτηση των κατοίκων για τους δωρητές των τροφίμων η μοναχή απάντησε πως προέρχονται από μια μακρινή χώρα, την Ελλάδα.
Ξαφνικά, τα δύο αδερφάκια γονάτισαν και με ευγνωμοσύνη προσευχήθηκαν στον Θεό να προστατεύει όλους αυτούς τους ανθρώπους από την χώρα εκείνη, που για πρώτη φορά άκουγαν το όνομά της, για την αγάπη τους και την μέριμνά τους για τους φτωχούς ολόκληρου του κόσμου.
Αρχιμανδρίτης Πορφύριος
Πρωτοσύγκελλος Ιεράς Επισκοπής Αρούσας και Κεντρικής Τανζανίας