Ο π. Λάζαρος αγιάζει το νερό πριν τις βαπτίσεις.
Ο π. Λάζαρος με τον μοναχό Νικόλαο Γρηγοριάτη
Παραθέτουμε αποσπάσματα από συνέντευξη που παραχώρησε ο π. Λάζαρος πριν δύο χρόνια στον μοναχό π. Δαμασκηνό Γρηγοριάτη.
-Πάτερ Λάζαρε, θα ήθελα να μας πείτε κάτι από την ζωή σας.
«Γεννήθηκα το 1942 στο χωριό Σακανάμα της επαρχίας Σαντόα. Οι γονείς μου ήταν προτεστάντες, Μεθοδιστές στο θρήσκευμα. Ήμασταν επτά αδέλφια. Πέθαναν τα πέντε και έμεινα εγώ με μία αδελφή μου. Σε ηλικία δώδεκα ετών πήγα στην πόλη Κάμινα. Η μητέρα μου πέθανε ένα χρόνο μετά την γέννηση μου σε ηλικία είκοσι ενός ετών, ενώ ο πατέρας μου πέθανε το 1947 σε ηλικία τριάντα ετών. Έτσι με μεγάλωσε η γιαγιά μου, η μάνα της μάνας μου. Αλλά μετά από ένα χρόνο, το 1944, πέθανε και αυτή. Έμεινα με την μάνα του πατέρα μου, η οποία με χτυπούσε σκληρά και με έβριζε. Μαζί της έμεινα τέσσερα χρόνια και μετά με πήρε ο θείος μου, ο αδελφός της μάνας μου. Ο θείος μου ήθελε να με σπουδάσει, αλλά δεν είχε χρήματα.
Το 1970 παντρεύτηκα. Το πρώτο παιδί μας πέθανε σε ηλικία τριών ετών. Στην συνέχεια πέθαναν κι άλλα παιδιά μας. Από τα δέκα που αποκτήσαμε με την σύζυγό μου, μας πέθαναν επτά και έμεινα με τρία, την Αθηνά, την Ευθυμία και τον Νικόλαο. Η γυναίκα μου από πλευράς θρησκείας ακολουθούσε μια ντόπια προτεσταντική κοινότητα, την Μαλέμπα. Της υποσχέθηκα ότι θα πηγαίνω κι εγώ. Τελικά δεν πήγα. Ένα βράδυ στον ύπνο μου, είδα έναν που ήταν σαν άγγελος και μου είπε: «Μην πηγαίνεις εκεί, Όσκαρ». Αυτό ήταν το πρώτο μου όνομα. Είπα στην γυναίκα μου ότι δεν θα πηγαίνω κι εκείνη μου είπε:
-Έχεις δαιμόνιο, γι’ αυτό δεν έρχεσαι στην εκκλησία μου.
-Όχι, της είπα, ο Θεός θα μου δείξει κάποτε ποιά εκκλησία να ακολουθήσω.
Το 1980 πήγα στην εκκλησία των Μεθοδιστών. Παρακολούθησα τα μαθήματά τους και σε έξι μήνες μάς κάλεσε ο πάστορας να πάμε για βάπτιση στο ποτάμι. Η ψυχή μου αντιδρούσε και δεν πήγα. Μέσα μου μια φωνή μου έλεγε:
-Όσκαρ, η εκκλησία αυτή δεν είναι η αληθινή.
Με κυρίευσε φόβος και αναρωτήθηκα μέσα μου:
-Ποιά είναι η αληθινή Εκκλησία;
-Είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία, άκουγα την φωνή να μου απαντάει.
Ζαλισμένος με αυτά που μου συνέβαιναν, ξεκίνησα να βρω την Ορθόδοξη Εκκλησία. Όταν έφθασα στην πόρτα του Αγίου Γεωργίου, γονάτισα κάτω και είπα: «Θεέ μου, βοήθησέ με. Ήρθα εδώ, γιατί Εσύ με έφερες». Μετά μπήκα μέσα. Γινόταν Εσπερινός. Αισθανόμουν ότι δεν πατούσα στην γη. Κοίταζα τις εικόνες των Αγίων, με κοίταζαν και οι Άγιοι και ένιωθα να μου χαμογελούν. Έφυγα, πήγα στο σπίτι και διηγήθηκα στην γυναίκα μου αυτό που μου συνέβη. Της είπα: «Πρέπει να έρθεις να δεις και εσύ την Ορθόδοξη Εκκλησία». Δέχθηκε και ήρθε. Έτσι αρχίσαμε, επί τρία χρόνια, να παρακολουθούμε κατηχητικά μαθήματα κάθε Τετάρτη από τον μακαριστό π. Κοσμά.
Την ημέρα της βάπτισής μας, όταν βγήκα από το βαπτιστήριο, είδα με τα μάτια μου ένα περιστέρι να πετά πάνω από τα κεφάλια των νεοφωτίστων αδελφών. Το είδαν και άλλοι αδελφοί. Το είπα στον π. Κοσμά κι εκείνος μας εξήγησε μετά ότι το περιστέρι συμβολίζει το Άγιο Πνεύμα, όπως συνέβη, όταν κατέβηκε στην Βάπτιση του Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό. Μετά την βάπτισή μου ο π. Κοσμάς με κράτησε κοντά του και μου ανέθεσε να μαγειρεύω το φαγητό των παιδιών του Οικοτροφείου. Τότε είχαμε εξήντα παιδιά.
Ο π. Λάζαρος κατά την επίσκεψή του στις φυλακές του Κολουέζι
Το 1985, ο π. Κοσμάς με κάλεσε να γίνω Διάκονος. Στην αρχή αρνήθηκα, λέγοντάς του ότι είμαι ανάξιος και αμαρτωλός. Εκείνος μου είπε επίμονα: «Πρέπει να δεχθείς. Αυτό είναι το θέλημα του Θεού για σένα». Με πρότεινε στον Δεσπότη μας, τον μακαριστό Μητροπολίτη Τιμόθεο, να γίνω Διάκονος. Θυμάμαι την ώρα της χειροτονίας το εξής περιστατικό. Όταν έσκυψα το κεφάλι μου μπροστά στην Αγία Τράπεζα και ο Δεσπότης έβαλε το χέρι του πάνω μου κι άρχισε να διαβάζει την ευχή, άναψε μέσα στην καρδιά μου μία φλόγα σαν του κεριού. Είχα τότε πολλή χαρά και παρακαλούσα τον Χριστό να μη σβήσει αυτή η φλόγα από μέσα μου. Σε λίγο καιρό λιγόστεψε. Παρακάλεσα τον Χριστό να μη σβήσει τελείως. Μια φωνή μέσα μου μού έλεγε ότι θα σβήσει. Αυτή την σπίθα την αισθάνομαι άλλοτε να μεγαλώνει μέσα μου κι άλλοτε να λιγοστεύει.
Το 1995 ο μακαριστός Μητροπολίτης Τιμόθεος είπε στον Ιερομόναχο τότε π. Μελέτιο: «Ήρθα να χειροτονήσω τον Διακο-Λάζαρο Ιερέα. Με έστειλε ο Θεός. Ετοίμασε την Ιερατική του στολή».
Τώρα γέρασα, βαδίζω προς τον θάνατο. Έχω διάφορες ασθένειες και αδυναμία, όμως έχω μεγάλη χαρά, διότι πέρασαν τα χρόνια μου και πλησιάζει ο καιρός να πάω στον Χριστό, που με αγάπησε κι ας ήμουν παλιά ειδωλολάτρης. Προσεύχομαι μέρα και νύχτα για γνωστούς και αγνώστους, για ζωντανούς και πεθαμένους. Έχω μεγάλη χαρά, όταν λειτουργώ.
Ο π. Λάζαρος εν ώρα Θ. Λειτουργίας
Κάποτε με έστειλε ο Επίσκοπος κ. Μελέτιος σε μία ενορία να λειτουργήσω. Εκεί η Εκκλησία ήταν ακόμη χορτοκαλύβα. Πρώτη μου δουλειά, το απόγευμα που έφθασα, ήταν να βάλω ένα σεντόνι ψηλά, πάνω από το τραπέζι που θα χρησιμοποιούσα για Αγία Τράπεζα, για να μην πέφτουν χόρτα ή ζωΰφια. Μετά να τοποθετήσω χάρτινες εικόνες στο τέμπλο, που ήταν πέντε πάσσαλοι, να στρώσω τα καλύμματα που έφερα μαζί μου στα δυό τραπέζια (Προσκομιδής και Αγίας Τραπέζης) και μετά να τελέσω τον Εσπερινό.
Το πρωΐ ετοιμάστηκα να λειτουργήσω. Μπήκαμε κανονικά στην Θεία Λειτουργία. Έξω άρχισε να βρέχει δυνατά. Τα ντουβάρια της εκκλησίας, κτισμένα από πλιθιά, είχαν ποτιστεί από την βροχή και το κακό έγινε. Το ανατολικό ντουβάρι κατέρρευσε και πολλά πλιθιά έπεσαν πάνω στην Αγία Τράπεζα, με αποτέλεσμα να πέσει κάτω το Άγιο Ποτήριο με την Θεία Κοινωνία! Βλέποντας το κακό που συνέβη, άρχισα να κλαίω. Σκέφθηκα ότι αυτό ήταν σίγουρα έργο του σατανά. Αμέσως, γονάτισα κάτω και έφαγα με τις χούφτες μου το λασπωμένο χώμα. Φυσικά δεν έπαθα τίποτα, αφού ανάμεσα στα λασπωμένα χώματα ήταν και το σώμα του Ιησού Χριστού».